Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016

Μετανιωμένος ο Tσιουχάρας - δολοφόνος της Ανθής - Τι λέει μέσα από το κελί του

Μετανιωμένος για τη δολοφονία της συζύγου του, Ανθής Λινάρδου δηλώνει τώρα μέσα από το κελί της φυλακής, όπου κρατείται ο δράστης Τ.Τσιουχάρας.

«Δεν ήθελα να τη σκοτώσω, όλα αυτά που λένε για προμελετημένο έγκλημα είναι ψέματα. Έχω μετανιώσει αλλά είναι αργά. Ζητώ συγνώμη από τα παιδιά μου, που τώρα καταλαβαίνω ότι τα χάνω. Ζητώ συγνώμη και από τις οικογένειες που κατέστρεψα, της Ανθής και τη δική μου».

Περιγράφοντας το μοιραίο βράδυ μέσα από το κελί της φυλακής όπου βρίσκεται προφυλακισμένος από το Σάββατο μετά την απολογία του στον ανακριτή, σημειώνει, απαντώντας στους ισχυρισμούς του περιβάλλοντος της Ανθής, σύμφωνα με τις οποίες εκείνη ζούσε μία κόλαση στο Βελβεντό: «Αγαπούσα την Ανθή, δεν ήθελα να της κάνω κακό. Μου είπε, 'τέλος, παίρνω τα παιδιά και φεύγω', εγώ θόλωσα και έκανα ό,τι έκανα. Δεν ήθελα να τη χάσω και πάλευα χρόνια γι' αυτό. Από την αρχή του γάμου μας ήθελε να φύγει, κι εγώ προσπαθούσα να τη μεταπείσω. Δεν της άρεσε η ζωή στην επαρχία".

Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία 37χρονης συναθλήτριας της Ανθής, η οποία μιλώντας στην εφημερίδα, αναφέρει: «Του τηλεφώνησα την Κυριακή το μεσημέρι στις 3 για να τον ρωτήσω τη συνέβη. Μου είπε ότι η Ανθή βγήκε το βράδυ για ποτό και δεν ξαναγύρισε. Τον ρώτησα αν μάλωσαν και αρνήθηκε επίμονα. Απόρησα όμως, γιατί είχε χτυπήσει το πόδι της».

«Πώς βγήκε για ποτό με το νάρθηκα;», τον ρώτησε η συναθλήτρια της συζύγου του. «Μου απάντησε ότι τον έβγαλε με δική της πρωτοβουλία, χωρίς να ρωτήσει το γιατρό. Το πίστεψα γιατί την είχα ικανή. Ήταν τσαμπουκάς, μαγκάκι, δεν δίσταζε μπροστά σε τίποτα».

Η απολογία του δολοφόνου της Ανθής: Έτσι την σκότωσα - Έβρισε τη μάνα μου

Τα λόγια που θα διαβάσετε παρακάτω είναι σοκαριστικά, καθώς ο Τάσος Τσιουχάρας περιγράφει λεπτομερώς, ψυχρά και κυνικά, πως στέρησε την ζωή της συζύγου και μάνας των τριών παιδιών του:

Ο καυγάς

«Στις 9 το βράδυ του Σαββάτου βρισκόμουν στο σπίτι μαζί με τη γυναίκα μου και τα τρία μας παιδιά. Αφού έβαλα τα παιδιά για ύπνο, τη ρώτησα αν ήθελε να φάει κρέπα και αφού μου απάντησε θετικά, προσφέρθηκα να πάω να της αγοράσω. Αφού την έφαγε πήγα στην κρεβατοκάμαρα όπου καθόταν μόνη της, και γύρω στις 10 έκατσα μαζί της για να μιλήσουμε. Η συζήτηση αφορούσε στην απόφαση της Ανθής να χωρίσουμε και να πάρει τα παιδιά μας να φύγει σε άλλο μέρος όπου θα έβρισκε δουλειά. Αυτή την απόφαση την είχε πάρει εδώ και μερικούς μήνες, και μου την είχε ανακοινώσει και σε προγενέστερο χρόνο»

«Άντε γ@μήσου και εσύ και η μάνα σου»

Αυτό που όπως λέει ο δράστης τον έκανε να θολώσει ήταν ότι «κάποια στιγμή και ενώ είχαμε έντονο διάλογο, σε έντονο ύφος η Ανθή μου ανέφερε ότι δεν περνούσε καλά στο χωριό και ότι ήθελε να φύγει, και ότι ένας από τους λόγους ήταν η κακή σχέση που είχε με τη μητέρα μου. Της έλεγα ότι η μητέρα μου δεν την ενοχλεί και δεν έρχεται στο σπίτι μας απρόσκλητη, και αυτή απαντούσε ότι της έκανε πόλεμο νεύρων και δεν της μιλούσε. Ενώ μιλούσα ήρεμα και προσπαθούσα να τη μεταπείσω, αυτή όντας πολύ νευριασμένη, μου είπε “άντε γ@μησου κι εσύ και η μάνα σου”. Το μυαλό μου γύρισε. Βγήκα εκτός εαυτού και την έπιασα από το λαιμό. Αυτή άρχισε να φωνάζει και να προσπαθεί να αμυνθεί χτυπώντας με και γρατζουνώντας με στο πρόσωπο. Εγώ προκειμένου να μην ακούσουν τα παιδιά που κοιμόντουσαν στο διπλανό δωμάτιο τι γινόταν και στην προσπάθεια μου να την κάνω να σωπάσει, της έκλεισα το στόμα, ενώ ταυτόχρονα της έσφιγγα το λαιμό και την χτυπούσα με μπουνιές στο πρόσωπο. Η Ανθή αντιστεκόταν για πέντε με δέκα λεπτά, μέχρι που πέθανε. Κατά την διάρκεια της πάλης μας, μάτωσε η μύτη της με αποτέλεσμα να λερωθούν τα σεντόνια».

Πώς την εξαφάνισε

Χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του λέει πως, «μόλις κατάλαβα ότι πέθανε, πήγα αμέσως να δω αν είχαν ξυπνήσει τα παιδιά από την φασαρία. Δεν είχαν καταλάβει τίποτα και κοιμόντουσαν. Τότε πήρα το σώμα της με τα ρούχα που φορούσε –ένα γκρι κολάν και ένα ροζ μπλουζάκι- και το μετέφερα από την εσωτερική σκάλα του σπιτιού μας στο υπόγειο γκαράζ. Το έβαλα στο αγροτικό, στη θέση του συνοδηγού, με τρόπο ώστε να μην φαίνεται από το παράθυρο. Τη σκέπασα με ένα μπουφάν που είχα στο υπόγειο και αποφάσισα προκειμένου να μην τη βρει κανείς, να την θάψω σε ένα από τα χωράφια μου. Έτσι λοιπόν τη μετέφερα στο χωράφι μου στην τοποθεσία Ισκιώματα, όπου ήδη υπήρχε ένα σημείο σκαμμένο από παλιά, καθώς είχα σκοπό να απομακρύνω μια τεράστια πέτρα που βρισκόταν μέσα στο χώμα. Την έριξα στο σημείο γύρω από την πέτρα που ήταν πιο βαθύ, και με ένα φτυάρι που είχα πάρει μαζί μου από το σπίτι, την κάλυψα πρόχειρα ώστε να μην φαίνεται, με χώμα. Γύρισα στο σπίτι και έψαξα στην κρεβατοκάμαρα να δω τι ίχνη υπήρχαν και πώς θα μπορούσα να τα απομακρύνω. Το μόνο που υπήρχε ήταν τα αίματα στα σεντόνια και στην παπλωματοθήκη. Αμέσως τα πήρα και τα έκαψα στον ξυλολέβητα που βρίσκεται στο υπόγειο. Η ώρα κόντευε 24:00. Τότε άρχισα να συνειδητοποιώ τι είχα κάνει , να στεναχωριέμαι, να αγχώνομαι πάρα πολύ, και παράλληλα να σκέφτομαι πώς δεν θα αποκαλύψει κανείς τι είχα κάνει ώστε να μπορέσω να συνεχίσω να μεγαλώνω εγώ τα παιδιά μου»

«Γυρνούσα στο χωριό και έκανα ότι την αναζητώ»

Στη συνέχεια περιγράφει πως έπαιξε θέατρο, λέγοντας πως «κάποια στιγμή και ενώ είχα σκεφτεί την ιστορία που θα έλεγα σε όλους, ότι δηλαδή η Ανθή βγήκε έξω με την παρέα της και δεν γύρισε ποτέ, αποφάσισα να καλέσω στο κινητό της ώστε να φαίνεται ότι την αναζητούσα. Έμεινα ξύπνιος ως το πρώι, αφού από την υπερένταση και τις τύψεις δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Το πρωί κατά τις 8 τηλεφώνησα στο 100 και δήλωσα την εξαφάνιση. Στη συνέχεια πήρα τηλέφωνο και τη μητέρα της στο Πέραμα και της είπα την ιστορία που είχα σκεφτεί. Κατά τις 10:20 άρχισα να παίρνω και άλλους γνωστούς και φίλους, ενημερώνοντας τους για την εξαφάνιση και σκηνοθετώντας παράλληλα το σκηνικό που θα κατεδείκνυε ότι την αναζητούσα. Σε αυτή την προσπάθεια γυρνούσα μέσα στο χωριό αλλά και σε διάφορα άλλα σημεία, προσποιούμενος ότι την αναζητώ».

«Φρέζαρα το χωράφι για να σβήσω κάθε ίχνος»

Για να είναι σίγουρος πως κανείς δεν θα τον καταλάβει, «πήρα το τρακτέρ μου, έζεψα το φρεζάκι και πήγα στο χωράφι που είχα θάψει την Ανθή για να το φρεζάρω. Το έκανα ώστε να φαίνεται σε όλη την επιφάνεια σκαμμένο και να μην ξεχωρίζει το σημείο που την είχα θάψει. Αφού τελείωσα το φρεζάρισμα κατά τις 18:00, άφησα το τρακτέρ και επέστρεψα σπίτι. Στη συνέχεια έκατσα εκεί μέχρι που κοιμήθηκα».



news.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου